- μακροβιότης
- μακρο-βιότης, ητος, ἡ, u. μακρο-βιοτία, ἡ, das Langeleben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακροβιότης — longevity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιότητα — μακροβιότης longevity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιότητας — μακροβιότης longevity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιότητι — μακροβιότης longevity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιότητος — μακροβιότης longevity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβιότητα — η (AM μακροβιότης) [μακρόβιος (I)] η ιδιότητα τού μακρόβιου, η μεγάλη διάρκεια ζωής, η μακροζωία … Dictionary of Greek
ԵՐԿԱՅՆԱԿԵՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0688 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. μακροβίωσις, μακροβιότης vita longaeva Երկայնակեացն գոլ. երկարութիւն կենաց. երկարատեւութիւն. *Երկայնակեցութեան պարգեւօք պսակէ զկենդանին. Պիտ.: *Առողջութիւնք մարմնոց ... եւ երկայնակեցութիւն ամաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)